- αποικτιζομαι
- ἀποικτίζομαιἀπ-οικτίζομαιгорько жаловаться
(τι πρός τινα Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι πρός τινα Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποικτίζομαι — ἀποικτίζομαι (Α) διαμαρτύρομαι έντονα … Dictionary of Greek
ἀποικτιζομένη — ἀποικτίζομαι complain loudly of pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποικτίζομαι complain loudly of pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικτιζομένου — ἀποικτίζομαι complain loudly of pres part mp masc/neut gen sg ἀποικτίζομαι complain loudly of pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικτιζομένους — ἀποικτίζομαι complain loudly of pres part mp masc acc pl ἀποικτίζομαι complain loudly of pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπῳκτίζετο — ἀποικτίζομαι complain loudly of imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικτίζετο — ἀ̱ποικτίζετο , ἀποικτίζομαι complain loudly of imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀποικτίζομαι complain loudly of imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἀποικτίζομαι complain loudly of imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)